Κρέουσα — Κρεούσα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρεούσας — Κρεούσᾱς , Κρεούσα fem acc pl Κρεούσᾱς , Κρεούσα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρεούσης — Κρεούσα fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρεούσῃ — Κρεούσα fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρέουσαν — Κρεούσα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξουθός — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Έλληνα, εγγονός του Δευκαλίωνα και αδελφός του Δώρου και του Αιόλόυ. Είχε παντρευτεί την κόρη του Ερεχθέα Κρέουσα, και είχε δύο γιους, τον Αχαιό και τον Ίωνα, από τους οποίους κατάγονταν οι Ίωνες και οι Αχαιοί. Όπως… … Dictionary of Greek
Ίων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την αττική παράδοση ήταν γιος του Ξούθου και της κόρης του Ερεχθέα, Κρέουσας, και πατρίδα του θεωρείτο η Αττική. Ο Ί. αποτελούσε, στο πλαίσιο της παράδοσης αυτής, έναν από τους σημαντικότερους ηγεμόνες και… … Dictionary of Greek
ιών — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την αττική παράδοση ήταν γιος του Ξούθου και της κόρης του Ερεχθέα, Κρέουσας, και πατρίδα του θεωρείτο η Αττική. Ο Ί. αποτελούσε, στο πλαίσιο της παράδοσης αυτής, έναν από τους σημαντικότερους ηγεμόνες και… … Dictionary of Greek
Κρέουσ' — Κρέουσι , Κρέων ruler masc dat pl (attic epic doric ionic) Κρέουσα , Κρεούσα fem nom/voc sg Κρέουσαι , Κρεούσα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρέων — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Μενοικέα και βασιλιάς της Θήβας. Κατά την παράδοση, ανέλαβε τη βασιλεία για μικρό χρονικό διάστημα, μετά τον θάνατο του Λάιου, ενώ στη συνέχεια την παραχώρησε στην αδελφή του Ιοκάστη, χήρα του Λάιου, και… … Dictionary of Greek